- οικονομικός κύκλος
- Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860 συναντάται η πρώτη επιστημονική επεξεργασία του ο.κ. από τον Κλεμάντ Ζιγκλάρ. Από τότε, με τη διαρκώς μεγαλύτερη σημασία που αποκτούσαν τα κυκλικά φαινόμενα στη διαρκώς περισσότερο εκβιομηχανιζόμενη οικονομία (σε όλες σχεδόν τις χώρες, από τη στιγμή που άρχισε η εκβιομηχάνιση τους ή δημιουργήθηκαν σχέσεις με τις ήδη εκβιομηχανισμένες χώρες, η οικονομική ανάπτυξη χαρακτηρίστηκε από διακυμάνσεις κυρίως του κέρδους και της απασχόλησης), πολλαπλασιάζονταν διαρκώς οι οικονομολόγοι που επιδίδονταν στη μελέτη των φαινόμενων αυτών, ώστε σήμερα να έχει δημιουργηθεί πραγματικά επιβλητική βιβλιογραφία. Οι κυριότεροι στατιστικοί δείκτες που χρησιμοποιούνται γενικά για την παράσταση της κατάστασης καλής λειτουργίας ενός οικονομικού συστήματος (εθνικό εισόδημα, απασχόληση, παραγωγή, τιμές, κέρδη κλπ.) παρουσιάζουν στις γενικές γραμμές τους την ίδια τάση. Αν για παράδειγμα παραστήσουμε γραφικά την πορεία του εθνικού εισοδήματος μιας χώρας, σε μια αρκετά μακρά χρονική περίοδο, είναι εύκολο να παρατηρήσουμε την παρουσία δύο φαινομένων που χαρακτηρίζουν τη τάση αυτή: α) μια ανοδική τάση μακράς περιόδου που οφείλεται κυρίως στην τεχνολογική πρόοδο και στην αύξηση του πληθυσμού και των φυσικών πόρων· β) ένα κυματοειδές φαινόμενο (κύκλο του εισοδήματος), κατά το οποίο περιόδους με σχετικά υψηλά εισοδήματα ακολουθούν περίοδοι με σχετικά χαμηλά εισοδήματα, σε μια συνεχή διαδοχή, περισσότερο ή λιγότερο κανονική. Οι κυκλικές θεωρίες προσπαθούν να εξηγήσουν αυτό το δεύτερο φαινόμενο, εφόσον απομονωθεί (με κατάλληλες στατιστικές μεθόδους) από τη γενική μακροχρόνια τάση και τις εποχικές ή τυχαίες επιδράσεις (πόλεμοι, θεομηνίες) στις οποίες υπόκειται κάθε πλευρά της οικονομικής ζωής ενός ανεξάρτητου έθνους. Οι διακυμάνσεις αυτές του οικονομικού συστήματος δεν παρουσιάζονται κανονικά μέσα στον χρόνο, ούτε έχουν την ίδια έκταση ή ένταση. Μπορεί μάλιστα να πει κανείς πως κάθε ο.κ., αν και παρουσιάζει χαρακτηριστικά που είναι κοινά σε όλους τους κύκλους, είναι διαφορετικός από όλους τους άλλους: σε μερικούς η φάση της κάμψης μπορεί να είναι χαλαρή και επομένως η ύφεση να μην είναι σοβαρή, ενώ σε άλλους μπορεί να οδηγήσει σε περίοδο τέλειας στασιμότητας- σε μερικούς κύκλους η φάση της ανάπτυξης μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρό πληθωρισμό, ενώ σε άλλους η πίεση της ζήτησης δεν γίνεται σχεδόν αισθητή. Με βάση τη διάρκεια τους, διακρίνονται συνήθως: οι κανονικοί κύκλοι, των οποίων η διάρκεια κυμαίνεται από 6 έως 12 χρόνια (που λέγονται κύκλοι του Ζιγκλάρ από το όνομα του οικονομολόγου που πρώτος τους παρατήρησε και τους μελέτησε)· οι βραχυχρόνιοι με διάρκεια 2-4 ετών (κύκλοι Κίτσιν)· και οι μακροχρόνιοι με διάρκεια 40 ετών (κύκλοι Koντράτιεφ). Η προσοχή των οικονομολόγων συγκεντρώθηκε κυρίως στους κύκλους Ζιγκλάρ. Ενώ η αναζήτηση των αιτίων των κυκλικών διακυμάνσεων είναι πολύ περίπλοκη, εξαιτίας τόσο των σημαντικών δυσκολιών που υπάρχουν μέσα στο ίδιο το πρόβλημα όσο και των αναρίθμητων σχετικών θεωριών, δεν υπάρχει σχεδόν μεγάλη διαφωνία στην περιγραφή του μηχανισμού με τον οποίο εξελίσσεται κάθε ο.κ. Πράγματι, κάθε κύκλος παρουσιάζει επαναλαμβανόμενες φάσεις: κάμψη, ανάκαμψη (κατώτατο σημείο της πτώσης), ανάπτυξη και ύφεση (ανώτατο σημείο της ανόδου): τους κινδύνους νέων επενδύσεων. Οι τράπεζες και τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα έχουν πλεόνασμα ρευστών, αλλά κανείς δεν θέλει να επωφεληθεί. η ανάκαμψη: ‘Όταν κάτι αρχίσει να κινείται, μπορεί να πει κανείς πως τα πράγματα έφτασαν στο κατώτατο σημείο της πτώσης και έτσι αρχίζει η φάση της ανάκαμψης, η οποία, όταν αρχίσει, αποκτά διαρκώς γοργότερο ρυθμό. Τα παλιά μηχανήματα αντικαθίστανται, η απασχόληση και το εισόδημα και μαζί με αυτά οι δαπάνες των καταναλωτών, αρχίζουν να αυξάνουν, με την αύξηση της παραγωγής, των πωλήσεων και των κερδών οι προοπτικές φαίνονται καλύτερες, αποτολμώνται επικίνδυνες επενδύσεις, ενώ επικρατεί ατμόσφαιρα γενικής αισιοδοξίας. η ανάπτυξη: Όσο προχωρεί η ανάκαμψη, η παραγωγή αρχίζει να προσκρούει στη στενότητα της πλήρους απασχόλησης σε διάφορες βιομηχανίες. Η ανάπτυξη της παραγωγής γίνεται αδύνατη με την πιο πέρα απορρόφηση δαπανηρών πόρων και οι τελευταίες αυξήσεις της ζήτησης οδηγούν περισσότερο στην αύξηση των τιμών παρά στην αύξηση της παραγωγής. Οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται και εμφανίζεται γενική αύξηση στη ζήτηση εργατών, οι τιμές και το κόστος ανεβαίνουν και οι επιχειρήσεις γίνονται εξαιρετικά επικερδείς. Οι δαπάνες των επενδύσεων ανεβαίνουν πολύ, τα διαθέσιμα κεφάλαια σπανίζουν και το επιτόκιο ανεβαίνει, πιθανότατα ανάλογα με την πιεστική αναζήτηση δανείων. η ύφεση: Το σημείο όπου η ανάκαμψη μετατρέπεται σε ύφεση μπορεί να ονομαστεί ανώτατο σημείο της ανόδου. Όταν η κατάσταση φτάσει εκεί, η ύφεση τείνει να παραταθεί. Η ζήτηση των καταναλωτών πέφτει: αυτό φέρνει σε δύσκολη θέση πολλές επιχειρήσεις που είχαν εμπιστοσύνη στην ανοδική πορεία της ζήτησης και επομένως και των κερδών. Οι πτωχεύσεις είναι πάντα συχνότερες και συνεπώς παραγωγή και απασχόληση πέφτουν, και μαζί με την απασχόληση ελαττώνονται και τα εισοδήματα και οι δάπανες. Τιμές και κέρδη υποχωρούν και οι νέες επενδύσεις περιορίζονται σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Όταν ολοκληρωθεί η ύφεση ακολουθεί μια περίοδος τέλειας κάμψης και έτσι έχουμε φτάσει πάλι στο στάδιο από το οποίο ξεκινήσαμε. Στο σημείο αυτό μπορούμε να διερωτηθούμε για ποιο λόγο οι καπιταλιστικές κοινωνίες δεν κατορθώνουν να διατηρήσουν για πολύ καιρό μια κάποια θέση ισορροπίας και είναι υποχρεωμένες να κινούνται κυκλικά και όχι κατά βαθμίδες. Από όλα τα παραπάνω εξάγει κανείς το συμπέρασμα ότι, τελικά, οι διαδικασίες της ανάπτυξης και της ύφεσης τείνουν να αυτοεξουδετερωθούν· αυτές οι τάσεις, πότε προς τα πάνω και πότε προς τα κάτω, σταματούν σε ένα σημείο· όταν σταματήσουν, οι διαδικασίες της ανάπτυξης και της ύφεσης τείνουν να αναστραφούν· γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Οι αιτίες για τις οποίες οι διαδικασίες της ανάπτυξης και της ύφεσης τείνουν να αυτοεξουδετερωθούν, μπορεί να είναι πολλές, μεταξύ αυτών όμως ιδιαίτερη σημασία αποκτούν οι εξής: 1) Η ενέργεια του πολλαπλασιαστή. Στη φάση της ανάκαμψης, μόλις κινηθεί κάτι, ένα μέρος από τους άνεργους εργάτες απορροφάται· το εισόδημα τους αυξάνει και μαζί του αυξάνει η αγορά καταναλωτικών αγαθών που επιθυμούσαν από καιρό· η νέα ζήτηση προκαλεί αύξηση της παραγωγής και δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, που αυξάνουν με τη σειρά τους το εισόδημα· και αυτό επαναλαμβάνεται. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει στην περίπτωση της ύφεσης ή μαρασμού. 2) Η φύση της ζήτησης αγαθών για επένδυση. Για να αυξηθεί η παραγωγή (που είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστεί η αυξημένη ζήτηση καταναλωτικών αγαθών) είναι απαραίτητο, σε μια ορισμένη στιγμή, να γίνουν νέες επενδύσεις. Κανονικά η αξία ενός κεφαλαιουχικού αγαθού, εξαιτίας της μακράς διάρκειας του, είναι πολύ ανώτερη από την ετήσια αξία των καταναλωτικών αγαθών που παράγει. Αν μια μηχανή, για παράδειγμα, που κοστίζει πέντε εκατομμύρια δραχμές, παράγει κάθε χρόνο εμπορεύματα ενός εκατομμυρίου δραχμών, για να αυξηθεί κατά ένα εκατομμύριο η ετήσια παραγωγή καταναλωτικών αγαθών θα είναι ανάγκη να δαπανηθούν πέντε εκατομμύρια σε κεφαλαιουχικά αγαθά. Στη φάση της ανάπτυξης, επομένως, η ζήτηση κεφαλαιουχικών αγαθών θα αυξηθεί πολύ περισσότερο από τη ζήτηση καταναλωτικών αγαθών, ενώ στη φάση της κάμψης, μικρός περιορισμός στη ζήτηση καταναλωτικών αγαθών μπορεί να ρίξει στο μηδέν τη ζήτηση κεφαλαιουχικών αγαθών. 3) Οι προβλέψεις των επιχειρηματιών. Αν οι επιχειρηματίες είναι αισιόδοξοι σχετικά με το μέλλον, αυξάνουν την παραγωγική τους ικανότητα· αυτό θα δημιουργήσει νέες ευκαιρίες εργασίας και εισοδήματος στις βιομηχανίες παραγωγής κεφαλαιουχικών αγαθών και επόμενη αύξηση στη ζήτηση θα δημιουργήσει τις ρόδινες εκείνες συνθήκες των οποίων η αναμονή οδήγησε σε όλη αυτή τη διαδικασία. Οι ανοδικές και οι καθοδικές φάσεις του κύκλου σε ένα ορισμένο σημείο σταματούν. Αυτό συμβαίνει γιατί, στην ανοδική φάση, όταν πραγματοποιηθεί η πλήρης απασχόληση όλων των συντελεστών της παραγωγής, υπάρχει ένας αυτόματος έλεγχος της γρήγορης επέκτασης του πραγματικού εισοδήματος (αντίθετα, όταν υπάρχουν πολλοί ανεκμετάλλευτοι πόροι το εισόδημα μπορεί να αυξάνει με πολύ υψηλό ρυθμό). Στη φάση της ύφεσης, στις χειρότερες περιπτώσεις (που δύσκολα συναντώνται στην πραγματικότητα) οι επενδύσεις μπορούν να περιοριστούν στο μηδέν, αλλά και σε αυτήν ακόμα την περίπτωση το εισόδημα, αν και μειώνεται, δεν θα φτάσει ποτέ στο μηδέν: η πτώση του εισοδήματος, πράγματι, θα μειώσει την αποταμίευση· όταν δεν θα υπάρχει πια αποταμίευση, όλο το εισόδημα θα καταναλώνεται (υποτίθεται πως το συνολικό εισόδημα ή καταναλώνεται ή αποταμιεύεται) και τότε το εισόδημα δεν θα μπορεί πια να μειωθεί (αν υποθέσουμε πως όλα όσα ξοδεύει η οικογένεια σε καταναλωτικά αγαθά επιστρέφουν στις ίδιες τις οικογένειες με τη μορφή αμοιβής των συντελεστών της παραγωγής που χρησιμοποιούν οι βιομηχανίες κατά την παραγωγή των ίδιων των καταναλωτικών αγαθών). Τέλος, όταν σταματήσουν ή επιβραδυνθούν οι κινήσεις προς τα εδώ ή προς τα εκεί αναστρέφουν την κατεύθυνση της πορείας τους. Γύρω από τις αιτίες της αναστροφής αυτής της τάσης υπάρχει μεγάλη διαφωνία, αλλά η πιο κοινή και στοιχειώδης από τις εξηγήσεις στηρίζεται στην επίδραση της πολλαπλασιαστικής-επιταχυντικής αλληλεξάρτησης στις επενδύσεις. Κατά την επεκτατική φάση του κύκλου, όπως ειπώθηκε προηγουμένως, το εισόδημα θα συναντήσει όρια στην επέκταση του και θα σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο. Η σταθεροποίηση του εισοδήματος, με τον μηχανισμό του επιταχυντή (η θεωρία του επιταχυντή ουσιαστικά εξαρτά τις νέες επενδύσεις από την κατεύθυνση των διακυμάνσεων του εισοδήματος), θα οδηγήσει σε μια πτώση της στάθμης των επενδύσεων. Η πτώση αυτή, με τη σειρά της, θα προκαλέσει πτώση της στάθμης του εισοδήματος, που θα ενταθεί από τον μηχανισμό του πολλαπλασιαστή. Καθώς συνεχίζεται η μείωση, το εισόδημα θα φτάσει στο κατώτατο όριο της συμπίεσης του. Αν υποτεθεί πως οι επενδύσεις δεν υφίστανται εξωγενείς αυξήσεις (για παράδειγμα, κυβερνητικές επεμβάσεις), θα έρθει στιγμή που θα χρειαστεί, για την αντιμετώπιση της τρέχουσας παραγωγής, να ανανεωθούν οπωσδήποτε οι μηχανές. Η αύξηση στο επίπεδο δραστηριότητας των βιομηχανιών που παράγουν κεφαλαιουχικά αγαθά θα προκαλέσει, με τον μηχανισμό του πολλαπλασιαστή, αύξηση του εισοδήματος, την οποία θ’ ακολουθήσουν νέες επενδύσεις, μεγαλύτερη αύξηση του εισοδήματος και συνέχεια. Οι μηχανισμοί αυτοί του πολλαπλασιαστή και του επιταχυντή, μαζί με τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω, είναι έτσι σε θέση να δώσουν ζωή στο οικονομικό σύστημα σε μια κυκλική κίνηση χωρίς τέλος. Η πιο πρόσφατη πείρα όμως (για παράδειγμα του αμερικανικού οικονομικού συστήματος) μαρτυρεί σαφή χαλάρωση του κυκλικού φαινομένου: τα τελευταία χρόνια το αμερικάνικο οικονομικό σύστημα βρίσκεται σε περισσότερο ή λιγότερο αδιάκοπη ανάπτυξη. Ακόμα και στη δυτική Ευρώπη οι κρίσεις χαλαρώθηκαν και αντικαταστάθηκαν, μπορεί να πει κανείς, από περιόδους αβεβαιότητας και σύντομης πτώσης. Σταμάτησαν λοιπόν οι οικονομικοί κύκλοι; Ασφαλώς όχι. Έγιναν μόνο χαλαρότεροι και η ερμηνεία αυτής της χαλάρωσης πρέπει να αναζητηθεί κυρίως στις περισσότερο μελετημένες οικονομικές επεμβάσεις του κράτους (που εκφράζονται ιδιαίτερα με μέτρα φορολογικής φύσης καλά συντονισμένα και εφαρμοζόμενα γρήγορα), στη μεγαλύτερη σημασία της κρατικής οικονομικής δραστηριότητας μέσα στην εθνική οικονομία και στη συμπεριφορά των ιδιωτών επιχειρηματιών που ενεργούν περισσότερο αποτελεσματικά και υπεύθυνα. Επιπλέον, οι νομικές αλλαγές (ασφάλιση εναντίον της ανεργίας, ασφάλεια, σε μερικές χώρες, των μετοχών και των τραπεζιτικών καταθέσεων) που καθιερώθηκαν μετά το 1930, έπειτα από τη σοβαρότερη κρίση που αναφέρει η οικονομική ιστορία, αποδείχθηκαν σημαντικοί παράγοντες σταθεροποίησης.
Dictionary of Greek. 2013.